θρυλεῖται

θρυλεῖται
θρῡλεῖται , θρυλέω
make a confused noise
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… …   Dictionary of Greek

  • θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται …   Dictionary of Greek

  • παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”